Λογιστές κατηγορούνται για υπεξαίρεση - “μαμούθ”
Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων παραπέμπονται σε δίκη που θα προσδιοριστεί από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου δύο λογιστές, ένας πρώην δημοτικός σύμβουλος και πρώην πρόεδρος δημοτικής επιχείρησης στον Δήμο της Κω και ο αδελφός του.
Οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισής τους μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους και της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 25.000 ευρώ ο πρώτος και 8.000 ευρώ ο δεύτερος. Δεν εκπλήρωσαν όμως τους περιοριστικούς όρους που τους επιβλήθηκαν, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να οδηγηθούν στις φυλακές.
Στους δύο κατηγορούμενους, όπως έγραψε η “δημοκρατική”, αποδίδεται ότι στο χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2006 έως και 31 Δεκεμβρίου 2014, ενώ ανέλαβαν έναντι των αντισυμβαλλομένων τους την επιμέλεια του συνόλου των λογιστικών τους υποθέσεων και ειδικότερα, την ενημέρωση των λογιστικών τους βιβλίων, την σύνταξη και υποβολή στην αρμοδία Δ.Ο.Υ., ΙΚΑ, Δήμο Κω, ΟΑΕΕ όλων των αναγκαίων δηλώσεων, μεταξύ των οποίων και των δηλώσεων ΦΠΑ και την οικονομική τακτοποίησή τους, υπεξαίρεσαν από 20 πελάτες τους ποσό ύψους 714.852,02 ευρώ!!
Στο ίδιο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου 2009 – Δεκεμβρίου 2014, ο πρώτος φέρεται παραπέρα να κατάρτησε και να έκανε χρήση πλαστών εγγράφων για να παραπλανήσει υπαλλήλους του ΙΚΑ, της Δ.Ο.Υ. και του Δήμου Κω.
Του αποδίδεται παραπέρα ότι τον Σεπτέμβριο του 2014 εξέδωσε μια ακάλυπτη επιταγή ύψους 15.000 ευρώ και περαιτέρω ότι και οι δύο προκάλεσαν υπαλλήλους στο ΚΕΠ Κω να εκδώσουν ψευδείς βεβαιώσεις και συγκεκριμένα να θεωρήσουν το γνήσιο της υπογραφής πολιτών χωρίς οι ίδιοι να είναι παρόντες σε υπεύθυνες δηλώσεις – εξουσιοδοτήσεις.
Σύμφωνα με τον ιστότοπο rodiaki.gr, Απολογούμενοι υποστήριξαν ότι πέντε έτη πριν καταγγελθούν τα αδικήματα που τους αποδίδονται είχαν καθυστέρηση στην είσπραξη των αμοιβών τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλα υπόλοιπα πελατών τους.
Υποστήριξαν ακόμη ότι είχαν πέσει θύματα υπεξαίρεσης μεγάλου χρηματικού ποσού από υπάλληλό τους και υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν μέρος των χρημάτων από τους εγκαλούντες για την κάλυψη του κενού αυτού.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η εκπλήρωση υποχρεώσεών τους έναντι φορέων για ασφαλιστικές εισφορές, φόρους ή τέλη. Αμφισβήτησαν δε το ύψος της υπεξαίρεσης, υποστηρίζοντας ότι δεν υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.
Για την κατάρτιση και χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων, ισχυρίστηκαν ότι είχαν τη συναίνεση των εγκαλούντων για τη διενέργεια της όποιας διαδικαστικής πράξης απαιτείτο για τη διεκπεραίωση των διοικητικών, ασφαλιστικών, φορολογικών και λοιπών λογιστικών υποχρεώσεών τους ενώ αρνήθηκαν παραπέρα ότι συνεργάστηκαν με δημοσίους, δημοτικούς ή αστυνομικούς υπαλλήλους για την εξασφάλιση νομιμοποιητικών εγγράφων.