“Βόμβα” για τις επιχειρήσεις η υψηλή φορολογία
Του Νίκου Ρογκάκου
Η υψηλή φορολογία στην Ελλάδα είναι ο νούμερο ένας παράγοντας που αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν και εμποδίζει κατ’ επέκταση την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε μια κρίσιμη συγκυρία που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά από εννέα χρόνια μνημονίων.
Ο συντελεστής φορολόγησης των νομικών προσώπων παραμένει πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που διαμορφώνεται στο 22,5% καιη μελέτη του Tax Foundation έρχεται για να κρούσει ηχηρό καμπανάκι.
«Οι φόροι στα κέρδη των επιχειρήσεων είναι η πιο επιζήμια μορφή φορολογίας για την οικονομική ανάπτυξη. Χώρες με χαμηλότερους συντελεστές είναι πιθανό να αναπτυχθούν ταχύτερα και να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και θέσεις εργασίας, σε σύγκριση με χώρες που έχουν υψηλότερη φορολογία», σημειώνει ορθά- κοφτά το Ινστιτούτου, «πατώντας» σε σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα βρίσκεται στα «βαθιά» κόκκινα, με συντελεστή 29%, καταλαμβάνοντας την 23η χειρότερη θέση στην Ευρώπη. Απέχει, δε, έτη φωτός από την Ουγγαρία, που έχει συντελεστή 9%, την Ιρλανδία που διαφύλαξε ως κόρη οφθαλμού, στη «μαύρη» περίοδο του δικού της Μνημονίου, τον εταιρικό φορολογικό συντελεστή στο 12,5%, ενώ σε ένα ακόμα πεδίο οι Βαλτικές χώρες αποδεικνύονται πιο «προχωρημένες» αν κρίνει κανείς από το συντελεστή 15% που προβλέπει το φορολογικό πλαίσιο της Λιθουανίας.
Θα μπορούσε φυσικά κανείς να σταθεί στους υψηλούς ήυψηλότερους συντελεστές. Για παράδειγμα η Γαλλία φορολογεί τις επιχειρήσεις της με 34,4% και η Γερμανία με 29,8%, ωστόσο μια ματιά στη δομή και στις επιδόσεις αυτών των οικονομιών αρκεί για να κοπεί κάθε σύγκριση. Δεν πρέπει, δε, να αγνοηθεί το γεγονός ότι ήδη στη Γαλλία έχει ξεκινήσει έντονη συζήτηση για μείωση αυτών των φόρων. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια μελέτη επισημαίνει ότι η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών φορολογεί τα εταιρικά κέρδη με συντελεστές που κυμαίνονται από 19% ως 25%, δηλαδή εκεί που θα φτάσει η Ελλάδα σε μια… 4ετία.
Στην Ελλάδα, με βάση τον Προϋπολογισμό, οι πάσης φύσεως φοροαπαλλαγές για τα νομικά πρόσωπα ανέρχονται σε 3,254 δις ευρώ.