“Καμπανάκια κινδύνου” για την ελληνική οικονομία από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Του Νίκου Ρογκάκου
«Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας, ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού». Με τη φράση αυτή, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σημαίνει καμπανάκια κινδύνου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος του ESM τονίζοντας ότι «θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που, εκ των πραγμάτων, θα υπερβαίνει τη θητεία μιας Κυβέρνησης». Προτεραιότητα μιας τέτοιας στρατηγικής, κατά την άποψη του Γραφείου Προϋπολογισμού θα πρέπει να είναι η «διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος» δεδομένου ότι «η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας». Συνεπώς, σημειώνεται στην έκθεση «απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος».
Η πρώτη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, υπό την νέα σύνθεσή του, με τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη να έχει διαδεχθεί τον Παναγιώτη Λιαργκόβα στη θέση του Συντονιστή, φαίνεται να επιχειρεί να κρατήσει λεπτές ισορροπίες. Χαρακτηρίζεται από νέα δομή και διαφορετική φρασεολογία (απουσιάζουν για παράδειγμα αναφορές στη “φοροκεντρική λιτότητα” ή την “υπερφορολόγηση”), ενώ δεν περνά απαρατήρητη η διακριτική αποχή από αναφορές περί “καθαρής” ή μη εξόδου.
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνονται κίνδυνοι και προκλήσεις της επόμενης ημέρας, οι οποίες - όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές του Γραφείου - θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη μέγιστη δυνατή πολιτική συναίνεση. Η συζήτηση διευκρινίζεται αρμοδίως, θα μπορούσε να ανοίξει άμεσα, αν και θεωρείται ότι με καλύτερες συνθήκες θα μπορούσε να διεξαχθεί ένας πολιτισμένος διάλογος μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος.
Η γενική εικόνα για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση, είναι θετική. Επιτεύχθηκε πέρυσι ρυθμός ανάπτυξης 1,4%, η ρευστότητα της οικονομίας βελτιώνεται, οι τράπεζες πέρασαν τα stress tests χωρίς να προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τους στόχους για τρίτο συνεχόμενο έτος, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν, η ανεργία μειώνεται και ο ρυθμός πληθωρισμού, αν και επιβραδύνθηκε παραμένει θετικός.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την αγορά εργασίας, οι προσδοκίες για τη χώρα μας είναι θετικές. Το 2018 αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2%, ενώ ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα», σημειώνεται.
Αμέσως μετά, όμως, οι συντάκτες της έκθεσης απαριθμούν σειρά κινδύνων στο εξωτερικό περιβάλλον (πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες) και σειρά προκλήσεων εντός των τειχών.
Στο δημοσιονομικό πεδίο εκτιμάται ότι «είναι απόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων».
Προϋπόθεση, όμως, για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Στα δημοσιονομικά, πάντως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έμμεση αιχμή η διατύπωση σύμφωνα με την οποία «η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής»…
Μετά το πρόγραμμα
Στην έκθεση επισημαίνεται το θολό τοπίο που διέπει του νέο πλαίσιο εποπτείας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM («με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την “Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα” του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες»), ενώ τονίζεται ιδιαίτερα η αβεβαιότητα που θα προκαλούσε η ύπαρξη αιρεσιμότητας αναφορικά με τη διευθέτηση του χρέους.
«Από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών Κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος.
Η ολοκλήρωση του προγράμματος και η εξάλειψη των εξωτερικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας υπήρξε το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων και προσπαθειών διαδοχικών Κυβερνήσεων τα τελευταία οκτώ χρόνια και σημαντικών επιβαρύνσεων για τους πολίτες της χώρας. Ωστόσο, η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Στο εφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις».
Ειδική αναφορά γίνεται στις υψηλές ληξιπρόθεσμες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία (130 δισ. ευρώ) και τράπεζες (95 δισ. ευρώ “κόκκινα” δάνεια), στην ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου αλλά και του φυσικού κεφαλαίου για να σημειωθεί ότι «η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία. Κυρίως, όμως, θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας Κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».