ΣΕΒ: προτάσεις για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας
Τους τρόπους με τους οποίους θα λάβει ώθηση η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας εξετάζει στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία ο ΣΕΒ. Στόχος είναι «μία ευημερία που κερδίζεται και δεν χαρίζεται με δανεικά, όπως στο παρελθόν».
Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με μια νέα μελέτη της διαΝΕΟσις, μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά εφόσον (στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού με τους δανειστές) μεταφερθούν πόροι από την εξυπηρέτηση του χρέους σε παραγωγικές επενδύσεις, ύψους 2 ποσοσταιαίων μονάδων (π.μ.) του ΑΕΠ έως το 2030 και 1 π.μ. του ΑΕΠ από εκεί και πέρα σε μόνιμη βάση, αναφέρεται στο δελτίο. Οι επενδύσεις αυτές, επισημαίνεται, είναι ικανές να δημιουργήσουν ρυθμούς ανάπτυξης που θα καθιστούν το χρέος βιώσιμο από τα μέσα της δεκαετίας του 2020.
Παράλληλα προτείνεται να καταργηθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων (6,67% επί του μικτού μισθού) και να δημιουργηθεί ένα διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης για τις κύριες συντάξεις, και ένας κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στις επικουρικές συντάξεις, και τρίτον, απλοποιηθεί το φορολογικό σύστημα με ενοποίηση και μείωση συντελεστών (20% βασικός συντελεστής φόρου εισοδήματος για φυσικά και νομικά πρόσωπα και για ΦΠΑ).
«Παρά τις όποιες τεχνικές διαφοροποιήσεις, οι προτάσεις αυτές είναι ενδεικτικές μιας νέας γενιάς παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής, που αναγνωρίζουν τις δυσκολίες στην εφαρμογή τους, και λαμβάνουν ως δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που θα εξακολουθήσουν να υφίστανται στη μετα-Μνημονιακή περίοδο» τονίζει ο Σύνδεσμος.
Ειδικότερα, η κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων, ταυτόχρονα με τη μείωση του αφορολογήτου, διατηρεί, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ανέπαφο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, και, συνεπώς, συντελεί στην αποδοχή από την κοινωνία της αναγκαίας επέκτασης της φορολογικής βάσης.
«Ο ΣΕΒ διαχρονικά στηρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερες επενδύσεις, και πιστεύει ότι η μείωση των συντελεστών φορολογίας και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που μειώνουν το μη μισθολογικό κόστος, είναι πολιτικές προς τη σωστή κατεύθυνση για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας» αναφέρεται και τονίζεται ότι το όποιο βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος δεν πρέπει να μας κρατά εγκλωβισμένους στα γρανάζια της αδράνειας.
Οι αναδιανεμητικές στρατηγικές, όπως σχολιάζει ο σύνδεσμος, δεν οδηγούν πουθενά εάν πρώτα δεν υπάρξει ανάπτυξη. Συνεπώς, έχει έλθει πλέον η ώρα, τώρα που ολοκληρώνεται το πρόγραμμα προσαρμογής, να εφαρμοσθούν πολιτικές που να δίνουν κίνητρα για αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Δεν πρέπει, πάντως, να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι μεν αναγκαία, αλλά για να γίνει και ικανή συνθήκη επανεκκίνησης της οικονομίας, πρέπει να συνοδεύεται από εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών στους θεσμούς και τις αγορές.
Στόχος ανάπτυξη άνω του 4%
Οι αυξανόμενες ενδείξεις για μια σταθερή ανάκαμψη επηρεάζουν θετικά το οικονομικό κλίμα, το οποίο βελτιώθηκε περαιτέρω τον Φεβρουάριο του 2018 και διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2014. Επιπλέον, ο όγκος λιανικών πωλήσεων ανέκαμψε τον Δεκέμβριο του 2017 (+2,2% εξαιρουμένων των καυσίμων), αν και η πτώση που σημείωσε τους προηγούμενους μήνες αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ του τέταρτου τριμήνου του 2017.
Αντίθετα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε ελαφρά για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, ύστερα από μία περίοδο 9 μηνών ανοδικής πορείας, με τον προβληματισμό των νοικοκυριών αναφορικά με την οικονομική τους κατάσταση, τη γενικότερη κατάσταση της χώρας και, κυρίως, την εξέλιξη της ανεργίας να παραμένει έντονος.
Παράλληλα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά -€1,1 δισ. τον Ιανουάριο του 2018 όπως αναμενόταν (έπειτα από αύξηση +€2,6 δισ. τον Δεκέμβριο του 2017, κυρίως λόγω της καταβολής των αγροτικών επιδοτήσεων, του κοινωνικού μερίσματος και του δώρου Χριστουγέννων), ενώ ο ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης επιχειρήσεων ήταν θετικός για 2ο συνεχόμενο μήνα (+0,4%).
Την ίδια ώρα, η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού τον Ιανουάριο του 2018 εμφανίζει βελτίωση σε σύγκριση με πέρυσι, ως αποτέλεσμα της αύξησης των εσόδων από πληρωμές κονδυλίων της Ε.Ε. για επενδύσεις, της καλής πορείας κυρίως των φόρων από προηγούμενα οικονομικά έτη και της μη επανάληψης δαπανών ανάληψης χρέους τρίτων φορέων, και παρά την αύξηση των δαπανών για τη μισθοδοσία του δημοσίου.