Αύξηση των καταθέσεων πάνω από 2,5 δις το στο δεκάμηνο
Στις επιχειρήσεις και τον επαναπατρισμό κεφαλαίων από το εξωτερικό οφείλεται η αύξηση των καταθέσεων, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως προκύπτει από την Ενδιάμεση Έκθεση, οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 2,6 δις ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου και διαμορφώθηκαν σε 121 δις, αύξηση που οφείλεται στις επιχειρήσεις και την επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι, αν δεν υπήρχε η αναστάτωση που επικράτησε τους πρώτους μήνες του χρόνου εξαιτίας των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση, τότε η εικόνα θα ήταν πολύ θετικότερη τόσο για τις καταθέσεις όσο και γενικότερα για την οικονομία.
Η ενίσχυση των καταθέσεων, σε συνδυασμό με την επιστροφή των τραπεζών στις διεθνείς αγορές για πρώτη φορά μετά το 2014, με την έκδοση καλυμμένων ομολογιών ύψους 1,75 δις ευρώ, αλλά και την αύξηση των συναλλαγών στη διατραπεζική αγορά, επέτρεψε στις τράπεζες να περιορίσουν σημαντικά την εξάρτησή τους από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας.
«Κόκκινα δάνεια»
Σε ό,τι αφορά το κρίσιμο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών σημείωσε μικρή βελτίωση και ότι πέτυχαν τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων.
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκε κατά 7,6% ή 8,2 δις ευρώ στο τέλος του Σεπτεμβρίου και διαμορφώθηκε σε 100,4 δις ευρώ που αντιστοιχεί στο 44,6% των συνολικών χορηγήσεων.
Η μείωση οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισ. ευρώ), πωλήσεις δανείων (1,8 δις ευρώ) καθώς και αποπληρωμές δανείων (1,8 δις ευρώ). Σύμφωνα με την ΤτΕ, παραμένει ανησυχητικό το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση.
Περίπου στο 42% των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου τύπου και στο 32% εκείνων μακροπρόθεσμου τύπου, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Επίσης, ο δείκτης εξυγίανσης, δηλαδή το μερίδιο του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (όπως είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 2016) που άρχισε να εξυπηρετείται κανονικά ξανά εντός του 2017 παραμένει χειρότερος του δείκτη αθέτησης.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα, υπογραμμίζει η ΤτΕ, «οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδανικά να τους ξεπεράσουν, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή».