Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: οι φόροι “τρώνε” επενδύσεις και ανάπτυξη
Του Νίκου Ρογκάκου
Ανήσυχο εμφανίζεται το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, από την υπεροφορολόγηση που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, αλλά και από την μελλοντική έξοδο στις αγορές, αφού όπως υποστηρίζει, έξοδος στις αγορές «δεν σημαίνει και έξοδο από κάθε επιτήρηση».
Η επιστημονική ομάδα του Γραφείου, υπό τον Παναγιώτη Λιαργκόβα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την φορολογία, υποστηρίζοντας ότι «η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας των παλαιοτέρων ετών, δηλαδή μειώσεις δημοσίων δαπανών και αυξήσεις φόρων σε συνθήκες σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας δεν υποβοηθά την οικονομική δραστηριότητα και την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δηλαδή αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης».
Παράλληλα, τονίζει ότι «η επιδείνωση του βιοτικού επίπεδου, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος, η μηδενική προοπτική καριέρας και οι στάσιμοι μισθοί που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, οδηγούν με βεβαιότητα στη πλήρη φτωχοποίηση της χώρας. Η αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, θα οδηγήσει σε υψηλότερους μισθούς και καλύτερους όρους εργασίας, οδηγώντας σε ομαλοποίηση της αγοράς εργασίας. Πάση θυσία, πρέπει να αποφευχθεί, η ανάπτυξη του φαινομένου του «εργαζόμενου-φτωχού» και μάλιστα του «νέου εργαζόμενου-φτωχού» υποστηρίζει.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου, «σε πολλές περιπτώσεις η φορολογική πολιτική προέβλεπε μεγάλη αύξηση των φόρων κάτι που μπορεί δυνητικά να έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη και να αυξήσει τα ποσοστά φτώχειας καθώς και τις ανισότητες. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με το θέμα της βέλτιστης φορολογικής πολιτικής (optimal taxation) η οποία ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις στις αγορές (πχ. αναφορικά με τα κίνητρα για εργασία και επενδύσεις) και γενικότερα λειτουργεί αποτελεσματικά (χαμηλό κόστος)».
Για την Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, «το ζήτημα αυτό είναι από τα πλέον φλέγοντα λόγω της μεγάλης δημοσιονομικής διόρθωσης που έχει επιτευχθεί από την αρχή της κρίσης και η οποία έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της φορολογίας, προκαλώντας προσχώματα στην επιχειρηματικότητα και γενικότερα στην οικονομική δραστηριότητα, επιτείνοντας την ύφεση».
Υψηλή φορολογία αλλά… χαμηλά έσοδα !
Οι επιστήμονες της Βουλής, υπογραμμίζουν με έμφαση ότι «συνέχιση της φοροκεντρικής πολιτικής επιτείνει την κατάσταση «ασφυξίας» της οικονομίας ενώ σε πρακτικό επίπεδο μεγάλο μέρος των φόρων δεν εισπράττονται».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές – που στο σύνολό τους ανέρχονται σε € 98,2 116 Στην παρούσα μελέτη δεν εξετάζουμε την ύπαρξη μη γραμμικής σχέσης μεταξύ φόρων και ανάπτυξης δηλαδή ενός ορίου (threshold) πέραν από το οποίο η σχέση αντιστρέφεται. 61 δισ., τα οποία οφείλουν 3,8 εκατ. φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις - αυξάνονται με ρυθμό περίπου € 1 δισ. το μήνα. Επίσης, η κατανομή των φορολογικών βαρών στους πολίτες (φόρος εισοδήματος) είναι ανισοβαρής, δηλαδή αφενός μεν μεγάλο ποσοστό φορολογουμένων πληρώνει ελάχιστο φόρο – κάτι που καταδεικνύει τα υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, αλλά και τα υψηλά ποσοστά φτώχειας - αφετέρου δε σχετικά υψηλά εισοδήματα φορολογούνται υπέρμετρα, δημιουργώντας αντικίνητρα για εργασία.
«Παρά τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας», τονίζεται στην έκθεση «τα φορολογικά έσοδα παραμένουν σχετικά χαμηλά».Οι υψηλοί συντελεστές - αλλά και οι άλλοι σχετικοί παράγοντες- λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, που σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τον Ιανουάριο 2017 μέχρι τον Αύγουστο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανήλθαν σε € 8,5 δισ. Διαθέσιμο εισόδημα, μετά από φόρους και μεταβιβάσεις-επιδόματα.
Η μερική απασχόληση ενισχύει την κοινωνική-εισοδηματική ανισότητα
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής «η άνοδος της ακούσιας μερικής απασχόλησης, υποδεικνύει, ότι το εργατικό δυναμικό υπο- απασχολείται. Η αξιοσημείωτη άνοδός της και η ταυτόχρονη αυξητική τάση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού ενισχύει την υπο-απασχόληση των ανθρώπινων πόρων. Μια κατάσταση η οποία δύναται, να επιτείνει την κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και να ενισχύσει την κοινωνική και εισοδηματική ανισότητα».
«Η μη σωστή εργοδοτική συμπεριφορά οφείλεται στην έλλειψη κινήτρων. Είναι προφανές, ότι και οι επιχειρήσεις χρειάζονται ένα πλαίσιο κοινωνικής προστασίας. Όσο δεν υφίσταται ανταποδοτικότητα φόρων και εισφορών, θα επιτείνεται η ανάπτυξη της σκιώδους οικονομία και θα χάνονται θέσεις εργασίας. Οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου και του εργοδότη στην Ελλάδα αγγίζουν το 41,06%. Μάλιστα, εργοδότες και εργαζόμενοι, επιβαρύνονται και με φόρους αλληλεγγύης υπέρ τρίτων. Όμως, η άσκηση κοινωνικής πολιτικής δε μπορεί να επιβαρύνει τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων», αναφέρεται στην έκθεση.
Ανατροφοδοτούμενη φτώχεια
Ένας στους τρείς ανέργους, είναι εκτός εργασίας για περισσότερο από 12 μήνες (75%). Άμεση απόρροια, η ενίσχυση του φαινομένου της υστέρησης.35 Η μακροπρόθεσμη απομάκρυνση από την αγορά εργασίας, οδηγεί τα άτομα σε ένα σπιράλ ανατροφοδοτούμενης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Αρνητικά τα υπερπλεονάσματα για την οικονομία
Το Γραφείο λέει ορθά κοφτά: «δεν συνιστούμε εμμονή στον στόχο της υπέρβασης των προβλεπόμενων από τις συμφωνίες με τους θεσμούς πρωτογενών πλεονασμάτων. Θεωρούμε ότι συνολικά «πνίγουν» την ανάπτυξη καθώς στηρίζονται κυρίως σε φόρους.
Αν πάλι θεωρηθούν οι υπερβάσεις αναγκαίες τότε θα πρέπει πραγματικά να εξετασθεί ο τρόπος δικαιότερης αναδιανομής τους ώστε να ωφεληθούν αυτοί που το έχουν πραγματικά ανάγκη. Αναγνωρίζουμε βεβαίως το δίλημμα μεταξύ αναπτυξιακών και αναδιανεμητικών στόχων που ήλθε πάλι στην επιφάνεια με την ανακοίνωση διανομής ενός «κοινωνικού μερίσματος. Αν μέρος του πλεονάσματος διοχετευθεί στοχευμένα σε κοινωνικές υπηρεσίες τότε βέβαια αμβλύνονται οι επιπτώσεις της ανισοκατανομής εισοδημάτων και της φτώχιας. Όμως στην περίπτωση αυτή μικρότερο ποσό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ευθέως αναπτυξιακούς στόχους. Στο συμπληρωματικό μνημόνιο προβλέπεται ότι αν υπάρξει «υπερπλεόνασμα» αυτό θα πρέπει να κατευθύνεται σε κοινωνικούς σκοπούς και σε μείωση της φορολογίας. Είναι κρίσιμο πλέον οι προσπάθειες να μετατοπισθούν στη βελτίωση των συνθηκών στην «πραγματική οικονομία», προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από τη στασιμότητα που βρίσκεται την τελευταία τριετία (2014 – 2016)».
Αμφίβολο το ύψος την ανάπτυξης
Τα στοιχεία πάντως για το ΑΕΠ του πρώτου εξαμήνου του 2017 θέτουν εν αμφιβόλω την αισιόδοξη πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για ρυθμό μεγέθυνσης 1,8% το 2017.
Αρνητικά πάντως αναμένεται να επιδράσουν συγκεκριμένες εξελίξεις προς το τέλος του γ’ τριμήνου, η αβεβαιότητα για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και το καθεστώς μετά τη λήξη του τρέχοντος Προγράμματος, η καθυστέρηση στη λήψη δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης και οι δυσκολίες περαιτέρω χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ανοικτό το ενδεχόμενο νέων μέτρων το 2018
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, «κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις 11 συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία».
Η ομαλή εφαρμογή του προγράμματος ως τον Αύγουστο 2018 είναι προϋπόθεση για να γίνει το επόμενο βήμα ελάφρυνσής του χρέους. Αυτή η ελάφρυνση είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021! Χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει!
Έξοδος στις αγορές αλλά όχι από την επιτήρηση
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσουμε τους μήνες που πέρασαν ως το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεων μας με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Ένα νέο στοιχείο τους είναι η προσέγγιση με τις ΗΠΑ που είναι σημαντική για λόγους οικονομίας και ασφαλείας. Όμως, η εξομάλυνση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρη αν υπάρξουν δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Ανησυχία προκαλεί όμως η παραμονή της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου σε αισθητά μεγαλύτερα επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία).
Επισημαίνουμε όμως ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης
Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία.
Σημειώνουμε τέλος ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους). Η οικονομία χρειάζεται ένα ελάχιστο συνέχειας στην πολιτική!
Φεύγουν ελληνικές επιχειρήσεις
Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να «φεύγουν» προς Βουλγαρία και Κύπρο, όπου την ανάπτυξή τους ευνοούν οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές, ο ευκολότερος τραπεζικός δανεισμός και γενικά μια λογική καλωσορίσματος επενδύσεων.