Σε ανοδική τροχιά οι ελληνικές εξαγωγές
Συντηρείται η δυναμική που έχουν αποκτήσει οι ελληνικές εξαγωγές, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την έξοδο της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο η συνολική αξία των εξαγωγών αυξήθηκε συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών κατά 6,5% (στα 2,41 δισ. ευρώ έναντι 2,26 δισ. ευρώ του Ιουλίου του 2016) ενώ θετικό διατηρείται το πρόσημο στις εξαγωγές ακόμη και χωρίς τα πετρελαιοειδή (+0,5%).
Σε επίπεδο 7μήνου (Ιανουαρίου -Ιουλίου), η συνολική αξία των εξαγωγών συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά 16,5% (στα 16,62 δισ. ευρώ, από 14,27 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο 7μηνο του 2016). Χωρίς να υπολογιστούν τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών καταγράφει αύξηση κατά 720,7 εκατ. ευρώ ή κατά 6,7%.
Παρά τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν, με κυριότερα τα capital controls και την έλλειψη ρευστότητας, οι Έλληνες εξαγωγείς κατάφεραν για ένα ακόμη μήνα να αυξήσουν τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές, αποδεικνύοντας πως αποτελούν σταθερό πυλώνα ανάπτυξης της χώρας.
Η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από την κρίση και είναι επιτακτική ανάγκη να στηριχθεί με κάθε τρόπο, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για την ελληνική οικονομία.
Στον αντίποδα, πηγή προβληματισμού εξακολουθεί να αποτελούν τα στοιχεία από το εμπορικό έλλειμμα και η αδυναμία της εγχώριας παραγωγής να υποκαταστήσει μέρος των εισαγωγών.
Η πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφική περιοχή
Όσον αφορά στην πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφικές περιοχές τον Ιούλιο, οι συνολικές εξαγωγές αυξήθηκαν τόσο προς τις τρίτες χώρες (+4,7%), όσο και προς τις χώρες-μέλη της ΕΕ (8,8%).
Ελαφρά διαφοροποίηση καταγράφεται μετά την εξαίρεση των πετρελαιοειδών: τρίτες χώρες (-0,5%) και προς τις χώρες-μέλη της ΕΕ (2,6%).
Αναφορικά με το ποσοστό των εξαγωγών που κατευθύνονται στις αγορές των κρατών-μελών διαμορφώθηκε στο 56,4% από 57,3% τον Ιούλιο του 2016 ενώ το ποσοστό των εξαγωγών προς τις τρίτες χώρες ανήλθε στο 43,6% από 42,7%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αναλογία διαμορφώνεται στα επίπεδα του 68,2%-31,8% υπέρ των κρατών-μελών της ΕΕ έναντι των τρίτων χωρών.
Η πορεία των εξαγωγών ανά κλάδο
Σχετικά με τις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, τέσσερις κλάδοι εμφάνισαν αρνητικό πρόσημο (τρόφιμα και ζώντα ζώα: -6,2%, λάδια: -29,7%, μηχανήματα: -8,1%, και εμπιστευτικά προϊόντα: -0,9%). Οι υπόλοιποι κλάδοι κατέγραψαν άνοδο, με κάποιους να σημειώνουν αξιόλογη άνοδο, όπως τα πετρελαιοειδή-καύσιμα (24,1%), οι πρώτες ύλες (20,9%), τα βιομηχανικά (12,5%) και τα ποτά και τον καπνό (9,2%).
Σε επίπεδο 7μήνου, τρεις κλάδοι κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι (ποτά/καπνός, ελαιόλαδο και μηχανήματα). Στον αντίποδα βρίσκονται μεταξύ άλλων τα πετρελαιοειδή/καύσιμα (+47,7%), οι πρώτες ύλες (+36,5%) και τα βιομηχανικά προϊόντα (+14,4%), τα χημικά (11,8%), οι οποίοι διατηρούν τη δυναμική τους.
Οι εισαγωγές
Ανοδικά κινήθηκαν και οι εισαγωγές, οι οποίες τον περασμένο Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 6,3% (στα 3,92 δισ. ευρώ από τα 3,69 δισ. ευρώ του Ιουλίου του 2016). Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 4,4% (ή κατά 126,6 εκατ. ευρώ).
Κατά την περίοδο Ιανουάριος-Ιουλίου 2017 στην Ελλάδα εισήχθησαν προϊόντα συνολικής αξίας 29,76 δισ. ευρώ έναντι 25,3 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2016, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ 17,6%. Η αντίστοιχη μεταβολή χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 2,27 δισ. ευρώ ή κατά 11%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 5,9% τον Ιούλιο και διαμορφώθηκε στα 1,51 δισ. ευρώ από 1,42 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα τον Ιούλιο εμφανίζεται μειωμένο κατά 9,7% ή κατά 118,6 εκατ. ευρώ.
Για την περίοδο Ιανουάριος-Ιουλίου 2017, το συνολικό εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 19,1% και διαμορφώθηκε στα 13,13 δισ. ευρώ από 11,03 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το έλλειμμα και πάλι εμφανίζεται αυξημένο κατά 15,7% ή κατά 1,55 δισ. ευρώ.