Δημοσιονομικό Συμβούλιο: να μπει τέλος στην αύξηση έμμεσων φόρων
Την ανάγκη να σταματήσει η αύξηση των έμμεσων φόρων, να υπάρξει στροφή προς την περικοπή δαπανών, αλλά και να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να δοθεί το "σήμα" προοπτικής μείωσης φόρων στο μέλλον που θα στηρίξει την ανάκαμψη, περιγράφει η Έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που κατέθεσε χθες στη Βουλή ο πρόεδρός του Παναγιώτης Κορλίρας.
Στην έκθεση γίνεται σαφές ότι το πακέτο μέτρων του 2018 είναι σχεδόν στο σύνολό του φορολογικό και γίνεται λόγος για υπερφορολόγηση και έντονο φορολογικό ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Η έκθεση επίσης υπολογίζει ότι μπορούν – αν χρειαστεί - να φτάσουν στα 16 δισ. ευρώ τα "δανεικά" του κράτους από δημόσιους φορείς (από τα 12.000 δισ. ευρώ περίπου που είναι σήμερα).
Ακόμη, απευθύνει κάλεσμα να σταματήσουν οι μεμψιμοιρίες και οι κοντόθωροι ανταγωνισμοί και να υπάρξει πραγματικός, παραγωγικός συναγερμός που θα διαμορφώσει σταθερές συναινέσεις σε ευρύτερο φάσμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Σημειώνεται ότι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει συσταθεί με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και δύναται να προτείνει "ημιαυτόματες" παρεμβάσεις στον ΥΠΟΙΚ αν κρίνει ότι υπάρχει δημοσιονομικός λόγος.
Μέσος ρυθμός ύφεσης 0,26% φέτος
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο το 3ο τρίμηνο αναμένεται να υπάρξει ανάκαμψη 0,67% και το τελευταίο τρίμηνο να επιστρέψει η οικονομία σε ύφεση 0,39% διαμορφώνοντας για το σύνολο του 2016 μέσο ρυθμό ύφεσης 0,26%.
Σημειώνεται ότι σήμερα η Επιτροπή αναμένεται να εκδώσει τις Φθινοπωρινές της εκτιμήσεις με τον Επίτροπο Μοσκοβισί να έχει προαναγγείλει από την Δευτέρα την επιβεβαίωση της επιστροφής της Ελλάδας σε ανάκαμψη το 2017. "Αναμφίβολα, σημαντικό ρόλο προς αυτή την εξέλιξη διαδραματίζει η μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, την παροχή ρευστότητας και τις προοπτικές" αναφέρει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
«Φρένο» στους έμμεσους φόρους
Στην έκθεση "υπογραμμίζεται η κρισιμότητα της διασφάλισης κοινωνικής δικαιοσύνης. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει η ανακοπή της τάσης αύξησης του μεριδίου της έμμεσης φορολογίας στη συνολική. Είναι εξίσου σημαντικό να αντιμετωπιστούν καθυστερήσεις στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων (αποκρατικοποιήσεις, άρση στρεβλώσεων του επιχειρηματικού κλίματος), οι οποίες συντηρούν τα προβλήματα των επιχειρήσεων στις αγορές ακόμη και υπό ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες".
Μείωση φορολογίας
Για να διασφαλιστεί ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να "δημιουργούν θετικές προσδοκίες για μελλοντική μείωση της φορολογίας. Αυτό επιτυγχάνεται εάν το μεγαλύτερο μέρος (άνω του 70%) των δημοσιονομικών μέτρων και παρεμβάσεων αφορά σε μόνιμη μείωση των πρωτογενών δαπανών" επισημαίνεται.
Χαμηλότερα πλεονάσματα
Παράλληλα, γίνεται λόγος για τα πρωτογενή πλεονάσματα. "Θεωρούμε ότι η διατήρηση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων αφαιρεί δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να λειτουργήσει υποβοηθητικά στην επιδίωξη της διατηρήσιμης μεγέθυνσης. Πριν από όλα, συσκοτίζει με το θόρυβο που προξενεί την αναζήτηση λύσεων για λοιπές παραμέτρους και περιορισμούς της αναπτυξιακής διαδρομής της οικονομίας - με ανάλογη, ίσως, σπουδαιότητα" αλλά και "διαβρώνεται το έδαφος της αποταμιευτικής και της επενδυτικής συμπεριφοράς που, υπό την απειλή του "ακατόρθωτου" και της συνακόλουθης αναστάτωσης, μπορεί να εκτραπούν σε επιλογές αποφυγής "κινδύνου": την αποχή και την αδράνεια μέχρι "τα πράγματα" να κατασταλάξουν, σε ότι αφορά τις επενδύσεις, από πλευράς επιχειρήσεων, τις καταναλωτικές "υπερβολές" σε σύγκριση με την ενδεχόμενη βελτίωση του διαθεσίμου εισοδήματος, λόγω ανασφάλειας ως προς την τύχη των καταθέσεων και της αποταμίευσης, από την πλευρά των νοικοκυριών".
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι" η αναπροσαρμογή των δεσμεύσεων για πρωτογενή πλεονάσματα που επιβάλλει το δανειακό πρόγραμμα, αποτελεί μια αναγκαιότητα. Η εξομάλυνση των όρων αυτών θα επιτρέψει να καταρτιστεί ένα ρεαλιστικό όσο και προωθητικό μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής. Η εκκρεμότητα που συντηρείται στον τομέα αυτό περιορίζει την εμβέλεια της τρέχουσας δημοσιονομικής πολιτικής και διατηρεί μία μη επιτρεπτή ασάφεια ως προς τους όρους του σχεδιασμού της".