Αναδρομικός φόρος για όσους πούλησαν σπίτια την τελευταία δεκαετία
Μια νέα φορολογική επιβάρυνση ενδέχεται να κληθούν να αντιμετωπίσουν όσοι έχουν πουλήσει ακίνητα την τελευταία δεκαετία.
Συνήθης πρακτική τα τελευταία χρόνια ήταν στο συμβόλαιο να αναγράφεται η αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία σχεδόν πάντοτε ήταν χαμηλότερη του πραγματικού τιμήματος που είχε καταβληθεί και το οποίο αναγραφόταν κανονικά στο Ε1.
Στις περιπτώσεις αυτές η ΔΟΥ αναγνωρίζει ως νόμιμα χρήματα μόνο το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο.
Έτσι η κατάθεση στην τράπεζα του επιπλέον ποσού από τον αγοραστή (το τίμημα δηλαδή πάνω από την αντικειμενική τιμή του συμβολαίου) χαρακτηρίζεται από τους ελεγκτές ως «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας», με επαχθείς συνέπειες για τον ελεγχόμενο.
Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Πρώτο Θέμα», οι έλεγχοι που εντείνονται το τελευταίο χρονικό διάστημα για φοροδιαφυγή μπορεί να οδηγήσουν στο να χαρακτηριστεί αυτή η διαφορά ανάμεσα στην αντικειμενική αξία και το πραγματικό τίμημα πώλησης, ως «μαύρο χρήμα», με εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες.
Η πρακτική αυτή των ελέγχων δεν είναι κάτι καινούριο, έχει ξεκινήσει από το 2013, αλλά πλέον τώρα παίρνει μαζική μορφή.
Η «φιλική σύσταση» των ελεγκτών προς τους φορολογουμένους είναι να σπεύσουν να καταθέσουν τώρα από μόνοι τους συμπληρωματική δήλωση μεταβίβασης και να πληρώσουν τον φόρο 3% του πωλητή που ισχύει σήμερα, επί της διαφοράς μεταξύ του παλαιού συμβολαίου και της τότε πραγματικής τιμής πώλησης, προκειμένου να γλιτώσουν φόρους 40% ή και έως 120% -με προσαυξήσεις και πρόστιμα- σαν να ήταν αδήλωτο εισόδημα.
Παράδειγμα
Αν ένα ακίνητο πουλήθηκε 300.000 ευρώ αλλά στα συμβόλαια γράφτηκε αξία 100.000 (αντικειμενική), ένας αναδρομικός έλεγχος στις καταθέσεις του πωλητή δείχνει σαν αδικαιολόγητη κατάθεση τα 200.000 ευρώ. Ο ιδιοκτήτης μπορεί να είχε δηλώσει και τα 300.000 ευρώ στο Ε1 την χρονιά εκείνη, αλλά δεν είχε πληρώσει φόρο γιατί τα χρήματα από εκποίηση περιουσιακού στοιχείου δεν θεωρείτο εισόδημα (πλην του 2005 που ίσχυσε για μια χρονιά ο φόρος υπεραξίας ακινήτων). Οι ελεγκτές δεν πείθονται όμως ότι τα 200.000 ευρώ είναι από εκείνη τη συναλλαγή, γιατί δεν αποδεικνύεται από τα συμβόλαια.
Αντί να πληρώσει όμως φόρο πχ 80.000 ευρώ (40% των 200.000 ευρώ), ο ιδιοκτήτης μπορεί να καταθέσει συμπληρωματική δήλωση εμφανίζοντας σαν τίμημα τις 300.000 ευρώ. Τότε πληρώνει φόρο 3% στη διαφορά (600 ευρώ στις 200.000 ευρώ) για να γλιτώσει τα χειρότερα.
Η λύση αυτή είναι πολύ οικονομικότερη και από την νέα ρύθμιση «πληρώστε και γλιτώστε» που θα τεθεί άμεσα σε εφαρμογή, για το «μαύρο χρήμα» -που σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι απλώς λεφτά που φυλάχτηκαν «στο στρώμα» από τον φόβο χρεωκοπίας και έγιναν ανάληψη και επανακατάθεση σε τράπεζες.
Σε διαφορετική περίπτωση πάντως, αν ο ελεγχόμενος δεν θέλει να πληρώσει για φόρους που δεν οφείλει, θα μπλέξει με προσφυγές και δικαστήρια, αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα και μεγάλη ταλαιπωρία (πχ δέσμευση λογαριασμών, πληρωμή του 50% της ποινής που θα του βεβαιωθεί κλπ).