WSJ: Το “πραγματικό δράμα” είναι στις μεταρρυθμίσεις, όχι στο χρέος
Το πραγματικό ελληνικό δράμα αφορά στις μεταρρυθμίσεις, όχι στην ελάφρυνση του χρέους", τιτλοφορείται άρθρο του Simon Nixon στη Wall Street Journal, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα συνεχίζει να ακολουθεί ένα "αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο", κάτι που φέρει τη συζήτηση για το χρέος σε δεύτερη μοίρα.
Όπως υποστηρίζει ο Nixon, τα προβλήματα της Ελλάδας ξεκινούν από την ίδια τη χώρα, τονίζοντας πως «για δεκαετίες πριν την κρίση ενστερνίστηκε ένα καταστροφικά μη βιώσιμο οικονομικό μοντέλο και έχει σε μεγάλο βαθμό αρνηθεί να το αλλάξει από τότε» και παρά το γεγονός όπως λέει ό ίδιος ότι, ενόψει του βρετανικού δημοψηφίσματος, πολλοί χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Ελλάδας για να επιχειρηματολογήσουν ότι η ΕΕ είναι αντιδημοκρατική, στερεί την κυριαρχία και αγαπά τη λιτότητα.
Παράλληλα, ο αρθρογράφος παραδέχεται ότι έγιναν λάθη στο σχεδιασμό της πρώτης διάσωσης, αναφέροντας για παράδειγμα ότι θα ήταν καλύτερα αν το χρέος είχε αναδιαρθρωθεί το 2010 και όχι το 2012. Τόνισε επίσης ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι είναι πράγματι απαιτητικοί, όπως συμβαίνει πάντα στην περίπτωση που μία χώρα βασίζεται σε φορολογουμένους άλλων κρατών για να αποπληρώσει τα χρέη της και να χρηματοδοτήσει το κράτος. Ωστόσο υποστήριξε ότι η Ελλάδα είχε την ελευθερία να επιλέξει το πώς θα επιτύχει αυτούς τους στόχους και ότι μεγάλο μέρος της καταστροφής οφείλεται στο πώς οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν αυτή την ελευθερία.
Ο Simon Nixon ισχυρίζεται πως για δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις δημιούργησαν ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας που παρείχε αφειδώς προστασία σε ένα μεγάλο φάσμα ομάδων. Χρηματοδότησαν τη γενναιοδωρία αυτή με απερίσκεπτο δανεισμό και επιβάλλοντας υψηλότερη φορολογία σε μια πολύ περιορισμένη βάση φορολογουμένων. Όταν ήρθε η κρίση, η Αθήνα δεν εγκατέλειψε αυτό το μοντέλο αλλά το ενίσχυσε.
Οι πιστωτές της Ελλάδας είχαν από καιρό αναγνωρίσει αυτό το πρόβλημα, γι' αυτό το λόγο αποφάσισαν με τη δεύτερη διάσωση το 2012 να αφήσουν λιγότερες επιλογές στη χώρα και να γίνουν πιο συγκεκριμένοι στις μεταρρυθμίσεις που ζητούσαν. Επέμειναν ότι η Ελλάδα έπρεπε να επεκτείνει τη φορολογική βάση, να αναμορφώσει το δημόσιο τομέα και να περικόψει τον προϋπολογισμό για τις συντάξεις. Στην προσπάθειά τους να πιέσουν τη χώρα να προχωρήσει σε αυτές τις αλλαγές, τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι πιστωτές την απειλούν με καθυστερήσεις στα κεφάλαια από τη διάσωση, το οποίο θα μπορούσε να την οδηγήσει σε χρεοκοπία.
«Και όμως, ούτε αυτή η πίεση έχει καταφέρει να πείσει την Αθήνα να αλλάξει πορεία», επισημαίνει ο Nixon, προσθέτοντας ότι το σημερινό αδιέξοδο συμπληρώνει την ίδια διαμάχη που οδήγησε στην κατάρρευση της προηγούμενης συντηρητικής κυβέρνησης.
Η διαφορά αυτή τη φορά είναι ότι ένας από τους κύριους πιστωτές, το ΔΝΤ, δε θεωρεί ότι οι προτεινόμενες πολιτικές θα οδηγήσουν σε πλεόνασμα 3,5% και προτιμά τον πιο ρεαλιστικό στόχο του 1,5%. Ωστόσο αυτό είναι «πολιτικά τοξικό» για τις χώρες τις ευρωζώνης, επομένως το Ταμείο επιμένει σε μέτρα έκτακτης ανάγκης που θα πρέπει να περιλαμβάνουν «τις πολυαναμενόμενες μεταρρυθμίσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, «το debate για την ελάφρυνση χρέους είναι δευτερεύον. Κανείς δεν πιστεύει ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο (...) Κανείς δεν πιστεύει ότι η Αθήνα θα αποπληρώσει οποιοδήποτε χρέος για χρόνια. Κανείς δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα αυτοχρηματοδοτείται στις αγορές για δεκαετίες», επιχειρηματολογεί. Ο λόγος για τον οποίο είναι σημαντική μια ελάφρυνση χρέους, είναι ότι το ΔΝΤ δανείζει μόνο σε περίπτωση που θεωρεί ότι μια χώρα θα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος.
Επομένως, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να γεφυρωθεί η ανάγκη αυτή του Ταμείου με την επιθυμία της Γερμανίας να διασφαλίσει πως η Αθήνα δε θα επιστρέψει στις παλιές συνήθειες.
Αν και οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν αυτή την εβδομάδα να ξεκινήσουν συζητήσεις για ελάφρυνση χρέους, «πραγματικό δράμα» παραμένει το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, το οποίο μπορεί να καταλήξει με έναν από τους εξής δύο τρόπους: είτε η Ελλάδα τελικά θα συμφωνήσει να εγκαταλείψει το αποτυχημένο οικονομικό της μοντέλο, είτε η Γερμανία θα πρέπει να σταματήσει να επιμένει υπέρ της συμμετοχής του ΔΝΤ στη διάσωση, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στην ευρωζώνη να προσφέρει στην Αθήνα αρκετά χρήματα ώστε να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις στη ρευστότητα. Με άλλα λόγια, να αναβάλει μια μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης.
Η εναλλακτική είναι άλλη μια εξουθενωτική ελληνική κρίση εν μέσω του βρετανικού δημοψηφίσματος του Ιουνίου.