ΕΤΕ: Αναγκαία η ψηφιακή αναβάθμιση για ανταγωνιστικές ελληνικές επιχειρήσεις
Η υιοθέτηση και η αποτελεσματική αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας (εργαλείων πληροφορικής και διαδικτύου) από τις επιχειρήσεις αποτελεί διεθνώς ένα αυξανόμενης σημασίας εφόδιο ανταγωνιστικότητας. Στο νέο τεύχος των περιοδικών ερευνών συγκυρίας για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ), η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εστιάζει στο ψηφιακό αποτύπωμα των ελληνικών ΜμΕ.
Βασική διαπίστωση της ανάλυσης είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις συνολικά υστερούν σημαντικά σε αυτό τον τομέα έναντι των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Ωστόσο, ως καθαρό μήνυμα από την έρευνα αναδεικνύεται επίσης το γεγονός ότι οι ΜμΕ που παρουσιάστηκαν πιο προνοητικές και επένδυσαν ψηφιακά πέτυχαν καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα – με το συμπέρασμα αυτό να παραμένει ισχυρό για όλα τα μεγέθη και τους κλάδους. Επιπλέον, η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων εμφανίζεται συνειδηποιημένη για τη σημασία του ψηφιακού κενού ανταγωνιστικότητας με την ΕΕ και δηλώνει ότι – παρά τη δύσκολη συγκυρία – σχεδιάζει να επενδύσει ψηφιακά την επόμενη διετία.
Το ψηφιακό επίπεδο της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου
Στοχεύοντας στην εκτίμηση του ψηφιακού επιπέδου της ελληνικής οικονομίας, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας κατασκεύασε ένα Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας, συνεκτιμώντας τόσο (i) κύριες παραμέτρους περιβάλλοντος που ευνοούν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη του ψηφιακού επιπέδου κάθε χώρας όσο και (ii) βασικούς δείκτες μέτρησης της πραγματοποιηθείσας χρήσης ψηφιακής τεχνολογίας από μεμονωμένους χρήστες, επιχειρήσεις και δημόσιο τομέα. Βάσει αυτού του Δείκτη, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου – με την απόκλιση να παραμένει σταθερή την τελευταία πενταετία (36 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ).
Πιο συγκεκριμένα, οι ευρύτεροι παράγοντες που επηρεάζουν την τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας (επιχειρηματικό περιβάλλον, υποδοές και ανθρώπινο δυναμικό) είναι λιγότερο υποστηρικτικοί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – με τον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού να εμφανίζει το μεγαλύτερο κενό. Ως αποτέλεσμα, η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας από όλες τις κατηγορίες χρηστών υπολείπεται του μέσου ευρωπαϊκού επιπέδου. Σχετικά μικρότερη απόκλιση παρατηρείται σε επίπεδο μεμονωμένων χρηστών (με τους νέους να κλείνουν ουσιαστικά το ψηφιακό κενό), ενώ μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται σε επίπεδο επιχειρήσεων (όπου οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών παρουσιάζουν έντονα σημάδια υστέρησης).
Οι ψηφιακές ΜμΕ υπερτερούν έναντι των παραδοσιακών σε όρους ανάπτυξης, κερδοφορίας και απασχόλησης
Εστιάζοντας στον διαφαινόμενο αδύναμο κρίκο (τον επιχειρηματικό τομέα), η ανάλυσή μας αναδεικνύει το γεγονός ότι η ψηφιακή αναβάθμιση προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις, τόσο σε όρους πωλήσεων όσο και σε όρους κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων, οι ΜμΕ που επένδυσαν σε ψηφιακή τεχνολογία την τελευταία πενταετία:
Μετρίασαν την πτωτική πορεία του κύκλου εργασιών στο διάστημα 2008-2014 κατά περίπου 18 ποσοστιαίες μονάδες (σημειώνοντας μέση πτώση της τάξης του 32%, έναντι 50% για τις «παραδοσιακές» ΜμΕ).
Σημείωσαν μικρότερες απώλειες κερδοφορίας, με αποτέλεσμα να ανατρέψουν το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχαν το 2008 οι παραδοσιακές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, το μέσο περιθώριο λειτουργικού κέρδους μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες για τις «ψηφιακές» ΜμΕ, ενώ οι απώλειες έφτασαν τις 13 μονάδες στις υπόλοιπες ΜμΕ.
Τα οφέλη της ψηφιακής αναβάθμισης επιβεβαιώνονται επιπλέον από τη διαπίστωση ότι όσο αυξάνεται το ψηφιακό επίπεδο των ΜμΕ βελτιώνονται οι προσδοκίες ανάπτυξης και απασχόλησης.
Μία στις τρεις ΜμΕ δε χρησιμοποιεί κανένα ψηφιακό εργαλείο, ενώ σημαντικό κενό υφίσταται μεταξύ των μεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων
Περνώντας στη διερεύνηση του ψηφιακού αποτυπώματος των ελληνικών ΜμΕ, διαπιστώνεται ότι μία στις τρεις επιχειρήσεις δε χρησιμοποιεί κανένα ψηφιακό εργαλείο (δηλαδή ούτε πληροφοριακά συστήματα για τη βελτίωση των εσωτερικών λειτουργιών της και της παραγωγικής της διαδικασίας ούτε εργαλεία διαδικτύου για την αναβάθμιση της επικοινωνίας της με τους προμηθευτές και κυρίως τους πελάτες π.χ. e-commerce). Παράλληλα, η ψηφιακή αναβάθμιση της Ελλάδας φαίνεται ότι είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο, καθώς μόλις το 4% των επιχειρήσεων διαθέτει ολοκληρωμένο ψηφιακό σύστημα (δηλαδή, αποδοτικό συνδυασμό των προαναφερομένων ψηφιακών εργαλείων), ενώ το 25% των επιχειρήσεων (το 1/3 αυτών που έχουν κάποιο ψηφιακό εργαλείο) δηλώνει ότι έχει απλά ιστοσελίδα ή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα.
Σημαντικό αποδεικνύεται το ψηφιακό κενό ανάμεσα στις μεσαίες και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το 92% των επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους (με πωλήσεις από €0,5 εκ. μέχρι €10 εκ.) έχει κάποιο ψηφιακό εργαλείο – με την πλειοψηφία να δηλώνει ότι είναι καινούργιο (τελευταίας πενταετίας). Το αντίστοιχο «ψηφιακό» ποσοστό περιορίζεται στο 61% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (με πωλήσεις κάτω από €0,1 εκ.) – από τις οποίες σχεδόν οι μισές (28% του τομέα) έχουν δηλώσει ότι έχουν απλά ιστοσελίδα ή παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα.
Πέρα από το μέγεθος της επιχείρησης, σημαντικές διαφορές εντοπίζονται στη ψηφιακή δυναμική των κλάδων. Λαμβάνοντας υπόψιν τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των κλάδων (π.χ. η βιομηχανία κάνει εύλογα μεγαλύτερη χρήση πληροφοριακών συστημάτων οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας ενώ τα ξενοδοχεία κάνουν υψηλή χρήση εργαλείων e-commerce), διαπιστώνεται ότι δεν έχουν αναπτυχθεί όλοι οι κλάδοι βάσει της διαρθρωτικής δυναμικής τους (δεδομένου του μέσου ψηφιακού επιπέδου της Ελλάδας):
Όσον αφορά τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων εσωτερικής οργάνωσης της επιχείρησης (ERP), αξιοσημείωτη δυναμική παρουσιάζει ο κλάδος των μεταφορών ενώ σχετική υστέρηση οι κλάδοι της βιομηχανίας.
Όσον αφορά τη παροχή δυνατότητας ηλεκτρονικών αγορών (e-commerce), δυναμικοί εμφανίζονται οι κλάδοι του εμπορίου (κυρίως χονδρικού) ενώ σχετική υστέρηση παρουσιάζει - ο σημαντικός για την ελληνική οικονομία - κλάδος των ξενοδοχείων.
Οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις αναμένεται να μειώσουν την ψηφιακή απόκλιση από την Ευρώπη, με τα ξενοδοχεία να σημειώνουν σημαντική πρόοδο στο ηλεκτρονικό εμπόριο
Επιχειρώντας μια προσέγγιση της ψηφιακής κατάστασης των ελληνικών ΜμΕ την επόμενη διετία (βάσει των προγραμματισμένων επενδύσεων), εκτιμάμε ότι το ποσοστό των «ψηφιακών» ΜμΕ θα αυξηθεί σε τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις το 2018 από δύο στις τρεις επιχειρήσεις σήμερα.
Η πραγματοποίηση αυτής της προοπτικής εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στις ελληνικές επιχειρήσεις να προσεγγίσουν το 2018 το παρόν ψηφιακό επίπεδο της μέσης ευρωπαϊκής επιχείρησης. Συγκεκριμένα, βασικό πληροφοριακό σύστημα για την καλύτερη οργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας της επιχείρησης (ERP) εκτιμάται ότι θα χρησιμοποιεί το 22% των ελληνικών ΜμΕ το 2018 (σε σχέση με 9% στην Ελλάδα και 36% στην ΕΕ το 2015).
Παράλληλα, το 16% των ελληνικών ΜμΕ εκτιμάται ότι θα παρέχει τη δυνατότητα e-commerce στους πελάτες του το 2018 (σε σχέση με 10% στην Ελλάδα και 17% στην ΕΕ το 2015) – με την εντυπωσιακότερη βελτίωση να αναμένεται στον κλάδο των ξενοδοχείων, όπου το 60% εκτιμάται ότι θα έχει e-commerce το 2018 (σε σχέση με 20% στην Ελλάδα και 61% στην ΕΕ το 2015).
Η έρευνα για το ψηφιακό επίπεδο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με ημερομηνία Φεβρουάριος 2016, εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.