Καλαντώνης (Eurobank): πρέπει να διαχωρίσουμε αδύναμους και μπαταχτσήδες
Στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης ελληνικού εμπορίου 2015 πραγματοποιήθηκε ημερίδα από την «ελληνική συνομοσπονδία εμπορίου και επιχειρηματικότητας».
Ο Θεόδωρος Καλαντώνης, αναπληρωτής διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας EUROBANK ERGASIAS τόνισε ότι «η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Το συνολικό ύψος των πάσης φύσεως μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, (επί συνόλου 206 δισ. Ευρώ δανείων) ή ποσοστό 55% του ΑΕΠ. Ωστόσο, παρά την αρνητική επίδραση και τη δυσλειτουργία που προκάλεσαν τα capital controls, ο ρυθμός αύξησης των επισφαλών δανείων δεν φαίνεται να επηρεάστηκε όσο αναμενόταν».
Όσον αφορά στα δάνεια προς επιχειρήσεις επισήμανε πως «έχουμε δει ήδη την κορυφή του παγόβουνου. Ο ρυθμός σχηματισμού νέων καθυστερήσεων άνω των 90 ημερών ήδη κινείται σε μηδενικά ή και αρνητικά ποσοστά» ενώ συμπλήρωσε πως «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πάντως, ότι αυτή η βελτίωση στο ρυθμό αύξησης των καθυστερήσεων, οφείλεται και στην υπεύθυνη στάση αρκετών οφειλετών οι οποίοι αντιμετώπισαν το πρόβλημα με πνεύμα συνεργασίας επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών. Σε μια αγορά που έχει ξεπεράσει προ πολλού τις αντοχές της, η συνεργασία μας αποτελεί επιτακτική ανάγκη και οφείλουμε όλοι να προσπαθήσουμε ώστε να αποφευχθεί η άδικη εξομοίωση εκείνων που αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα από τους «επαγγελματίες κακοπληρωτές».
Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Θ. Καλαντώνης για το θέμα των επισφαλών δανείων «είναι αντιληπτό σε όλους, ότι το θέμα των επισφαλών δανείων αφορά στο σύνολο της οικονομίας μας.
Τόσο ο νέος Νόμος της Kυβέρνησης για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, όσο και μια σειρά βελτιώσεων και αλλαγών που έχουν ήδη συντελεστεί στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και στο πτωχευτικό δίκαιο επιχειρήσεων, δημιουργούν πλέον ένα περισσότερο ευέλικτο και δίκαιο πλαίσιο που θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν το πρόβλημα πιο αποτελεσματικά:
α) προστατεύοντας εκείνους που αποδεδειγμένα έχουν ανάγκη και βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία,
β) αλλά αυξάνοντας την πίεση προς εκείνους που μπορούν και πρέπει να αρχίσουν να πληρώνουν.
Θα πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουμε όλοι πως, όταν κάποιος –επιχείρηση ή ιδιώτης - μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες ή το δημόσιο και δεν το κάνει, τότε το πληρώνουν όλοι οι υπόλοιποι. Αυτό αποτελεί μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική αδικία, την οποία πλέον μετά από έξι χρόνια κρίσης, δεν έχουμε την πολυτέλεια να ανεχόμαστε.
Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση θα τεθούν κριτήρια, όπως η συνολική προηγούμενη συμπεριφορά του οφειλέτη, το ύψος, η διάρκεια και το ποσοστό αποπληρωμής του δανείου του, η οικογενειακή κατάσταση, καθώς και η αποδεδειγμένη κατοχή πλούτου. Με βάση τα κριτήρια αυτά, κάθε επιχείρηση αλλά και κάθε ιδιώτης, θα αξιολογείται ως προς τη δυνατότητα αλλά και τη διάθεση εξυπηρέτησης των οφειλών του με στόχο να βρεθεί μια αποδεκτή –και από τις δύο πλευρές- λύση.
Οι οριζόντιες λύσεις, ευνοούν ορισμένους και αδικούν τους πολλούς, μα κυρίως αδικούν τους συνεπείς, τους οποίους δεν μας επιτρέπεται να αγνοούμε».
Σύμφωνα με όσα είπε στην ομιλία του για το θέμα των επιχειρήσεων «εμείς στη Eurobank, αντιμετωπίζουμε με ρεαλισμό το πρόβλημα των επισφαλών δανείων. Η αναδιάρθρωση των δανείων αυτών, με μερική απομείωση της ονομαστικής τους αξίας, είναι εφικτή σε περιπτώσεις που αυτό δικαιολογείται από τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης και σε περιπτώσεις που τεκμηριωμένα διασφαλίζεται η βιωσιμότητά της και υπό την αυστηρή προϋπόθεση εισόδου νέων κεφαλαίων στην επιχείρηση, είτε από τους υφιστάμενους είτε από νέους επενδυτές, που θα αναλάβουν να υλοποιήσουν αξιόπιστα επιχειρηματικά σχέδια.
Παράλληλα, εκτός από τα συνήθη βραχυπρόθεσμα προγράμματα μείωσης δόσης, στη Eurobank έχουμε ήδη αρχίσει να προσφέρουμε μια νέα γενιά μακροπρόθεσμων λύσεων όπως το πρόγραμμα διαχωρισμού οφειλής. Με το πρόγραμμα αυτό η επιχείρηση καλείται να εξυπηρετήσει ένα μέρος μόνο της οφειλής της, ενώ το υπόλοιπο τμήμα «παγώνει» και αποθηκεύεται άτοκο για περίοδο έως και 4 ετών, οπότε και επανεξετάζεται συνολικά η τότε οικονομική δυνατότητα της επιχείρησης».
Στο πλαίσιο της ημερίδας ο αναπληρωτής διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας EUROBANK ERGASIAS μίλησε και για τη ρευστότητα τονίζοντας πως αποκατασταθεί πλήρως η ομαλότητα στην αγορά.
«Από την αρχή της κρίσης, το συνολικό ύψος των καταθέσεων της χώρας μειώθηκε κατά 120 δις ευρώ. Ιλιγγιώδες ποσό. Κατά το τελευταίο έτος μόνο, 45 δις ευρώ σε χαρτονομίσματα έφυγαν από τις τράπεζες, το 80% αυτών, ευτυχώς, παρέμεινε στη χώρα, στα σπίτια, στα χρηματοκιβώτια των εταιριών και στις τραπεζικές θυρίδες.
Είναι προφανές ότι η ρευστότητα αυτή (άνω του 25% του ΑΕΠ) που είναι εκτός τραπεζικού συστήματος, αν επέστρεφε πίσω στις τράπεζες, θα δρούσε καταλυτικά για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Κατά την εκτίμησή μας, με την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης, περίπου € 25 δις καταθέσεις μπορούν και πρέπει να επιστρέψουν εντός της επόμενης διετίας στο τραπεζικό σύστημα, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη ρευστότητα και την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει την οικονομία», είπε ο Θ. Καλαντώνης .
Φυσικά δεν παρέλειψε να μιλήσει και για την ανακεφαλοποίηση των τραπεζών λέγοντας πως «σίγουρα, η επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που μόλις ολοκληρώθηκε, θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση δεδομένου ότι απομακρύνθηκε οριστικά ο κίνδυνος κουρέματος των καταθέσεων. Όμως αυτό δεν αρκεί.
Για να επιταχυνθεί η αύξηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, είναι επιτακτική ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα στην επόμενη φάση χαλάρωσης των capital controls, ξεκινώντας από την πλήρη απελευθέρωση των χρημάτων που, από τα σπίτια και τις θυρίδες, επιστρέφουν ξανά στο τραπεζικό σύστημα.
Αυτό σημαίνει ότι το χαρτονόμισμα που επιστρέφει στο τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερο, να μην υπόκειται δηλαδή στους περιορισμούς των capital controls. Με άλλα λόγια, ο πελάτης θα μπορεί να ξαναπάρει σε χαρτονόμισμα οποιαδήποτε στιγμή το ποσό που καταθέτει, να το στείλει με έμβασμα στο εξωτερικό ή να κάνει πληρωμές στο εξωτερικό.
Είναι προφανές επίσης ότι όσο βελτιώνεται η ρευστότητα των τραπεζών, τόσο θα ενισχύεται και η δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν εκ νέου τις επιχειρήσεις και την οικονομία.
Εμείς στη Eurobank σε όλη τη διάρκεια της εξαετούς κρίσης, δεν σταματήσαμε να χρηματοδοτούμε τα υγιή βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2014 και κατά το Α’ εξάμηνο του 2015 η Τράπεζά μας χορηγούσε το ένα στα τρία νέα δάνεια ικανοποιώντας τη ζήτηση που υπήρχε στην αγορά μέχρι την επιβολή της τραπεζικής αργίας και των capital controls, οπότε η ζήτηση για νέα δάνεια σχεδόν μηδενίσθηκε».