Φόρος 33% σε “αδικαιολόγητες” καταθέσεις
Του Νίκου Ρογκάκου
Φόρος 33%, υπολογισμένος σαν να επρόκειτο για εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, θα επιβάλλεται σε περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2014 και για τα οποία ο φορολογούμενος δεν μπορεί να δικαιολογήσει βάσει των εισοδημάτων που εμφανίζονται στις φορολογικές του δηλώσεις ή την προέλευση των χρημάτων.
Λόγω των λαθών στα εμβάσματα και στους τραπεζικούς λογαριασμούς, δίνει νέες ο οδηγίες ο ΓΓΔΕ και ουσιαστικά «τραβάει» το αφτί στους εφοριακούς, που θεωρούσαν προσαύξηση περιουσίας καταθέσεις ποσών, χωρίς να διασταυρώνουν εάν πρόκειται για νέα κεφάλαια από απόκρυψη εισοδήματος ή κεφάλαια που υπήρχαν κάπου «κρυμμένα».
Έτσι με εγκύκλιο της η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων βάζει ουσιαστικά φραγμό στα παρατράγουδα τις αυθαιρεσίες και τις προχειρότητες κατά τους ελέγχους για την προσαύξηση περιουσίας, ενώ από την εγκύκλιο αναδεικνύεται έντονα η προσπάθεια της ΓΓΔΕ να επιλύσει σημαντικά ζητήματα που έχουν ανακύψει κατά τους ελέγχους πόθεν έσχες που έχουν ξεκινήσει από το 2010 και μετά έγινε άρση του τραπεζικού απορρήτου και ξεκίνησαν οι έλεγχοι στις λεγόμενες λίστες της φοροδιαφυγής, όπως είναι οι λίστες των εμβασμάτων, Λαγκάρντ, ακινήτων στο Λονδίνο.
Οι οδηγίες της Εγκυκλίου:
- η προσαύξηση περιουσίας που εντοπίζεται κατά τον έλεγχο και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με συντελεστή 33%.
- προσαύξηση περιουσία δεν είναι μόνο η αύξηση καταθέσεων αλλά και η αδικαιολόγητη αγορά ακινήτων και χρεογράφων (π.χ. μετοχών). Ωστόσο, τονίζεται στην εγκύκλιο ότι “η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της”. Έτσι, για παράδειγμα, θα πρέπει να ελέγχεται αν η αγορά μετοχών έχει προέλθει από έσοδα που προέκυψαν από την πώληση άλλων μετοχών.
- ο φορολογούμενος θα πρέπει να αποδείξει με παραστατικά την πραγματική πηγή της προσαύξησης της περιουσίας της καθώς και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία, είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
- κατά τον έλεγχο τραπεζικών καταθέσεων θα πρέπει να εντοπίζονται οι «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή αυτές που πραγματικά συνιστούν εντοπισμό πραγματικού εισοδήματος και δεν αποτελούν επανακατάθεση ποσών που έχουν αναληφθεί από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του φορολογούμενου ο οποίος έχει μπει στο ελεγκτικό στόχαστρο.
Στην εγκύκλιο αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων».
Στην πράξη πολλοί οι οποίοι ελέγχονταν για προσαύξηση περιουσίας βρίσκονταν αντιμέτωποι με τη «χρέωση» τους με πρόσθετο εισόδημα καθώς ελεγκτές θεωρούσαν κάθε κατάθεση ποσού σε λογαριασμό τους ως νέο εισόδημα, παρά το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα ποσά είχαν προηγούμενα αναληφθεί από άλλους λογαριασμούς των ίδιων των ελεγχόμενων.