Γερμανός Υπουργός Οικονομικών
Δημοσίευση: 03 Ιουλίου 2015 16:29Σόιμπλε: Πολύ δύσκολες οι όποιες συζητήσεις μετά το δημοψήφισμα
Οποιεσδήποτε συνομιλίες με την Ελλάδα για ένα νέο πακέτο διάσωσης θα γίνουν υπό «πιο δύσκολες οικονομικές συνθήκες», προειδοποιεί ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα Bild, σύμφωνα με το Reuters.
O Σόιμπλε δηλώνει πως αναμένει ότι οι όποιες συνομιλίες με την ελληνική πλευρά μετά το δημοψήφισμα της Κυριακής θα είναι «πολύ δύσκολες» και θα «πάρουν κάποιο χρόνο», ενώ υπογραμμίζει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί σημαντικά κατά τις τελευταίες εβδομάδες.
«Η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις. Αλλά το ξέρω ήδη από τώρα: Αυτές θα είναι πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις», τονίζει ο Σόιμπλε στην Bild, σύμφωνα με προδημοσίευση αποσπασμάτων της συνέντευξής του που δημοσιεύεται στο αυριανό φύλλο της γερμανικής εφημερίδας.
Το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας έληξε, σημειώνει ο Σόιμπλε, και οι νέες διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση χρηματοδοτικής στήριξης θα λάβουν χώρα σε μια «εντελώς νέα βάση και σε ένα πλαίσιο που έχει επιδεινωθεί». «Αυτό θα πάρει κάποιο χρόνο», προσθέτει ο Σόιμπλε.
Την ίδια ώρα, ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, Μάρτιν Γιέγκερ, αναφερόμενος στην διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί, διευκρίνισε και εκείνος ότι το νέο πρόγραμμα θα πρέπει να ενταχθεί στον ESM, ενώ κατέστησε σαφές ότι δεν είναι απαραίτητη μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Όπως εξήγησε, θα πρέπει πρώτα να υποβληθεί αίτημα από την Αθήνα, κατόπιν ο Γερούν Ντάισελμπλουμ να δώσει εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει το θέμα των χρηματοδοτικών αναγκών και της βιωσιμότητας του χρέους, έπειτα να δοθεί η συναίνεση του Eurogroup ώστε να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις και εφόσον αυτές καταλήξουν σε αποτέλεσμα, θα υπάρξει ένα νέο μνημόνιο με όρους και υποχρεώσεις για την Ελλάδα. Τελευταίο θα πρέπει να δώσει την έγκρισή του και πάλι το Eurogroup.
Ο κ. Γιέγκερ σημείωσε ότι σε αυτή την διαδικασία το γερμανικό Κοινοβούλιο θα πρέπει να ψηφίσει δυο φορές, μία προκειμένου να εγκρίνει την συμμετοχή της Γερμανίας στις διαπραγματεύσεις και μία προκειμένου να εγκρίνει την τελική απόφαση του Eurogroup. «Πρόκειται για καθόλου εύκολη διαδικασία», ανέφερε ο κ. Γιέγκερ, απαντώντας εμμέσως στο εάν είναι εφικτή μια συμφωνία σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο ίδιος, αναφερόμενος στην χθεσινή έκθεση του ΔΝΤ που κανει λόγο για την ανάγκη απομείωσης του ελληνικού χρέους, μίλησε για κανονική διαδικασία του ΔΝΤ, όπως έγινε και τον Απρίλιο και παραδέχθηκε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα έχει πράγματι επιδεινωθεί, αποδίδοντας την ευθύνη στην ελληνική κυβέρνηση. Σημείωσε πάντως ότι αυτό δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε αναγκαίο ένα νέο «κούρεμα».
«Αν πούμε ότι αυτό το πρόβλημα δεν το λύνουμε με νέο κούρεμα, υπάρχει η δυνατότητα μέσω μεταρρυθμιστικών μέτρων. Για αυτά, συμφωνήσαμε και τα προγράμματα», είπε ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.
Σχετικά με το εάν το Βερολίνο θεωρεί απαραίτητη την συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε μελλοντικά προγράμματα, ο κ. Ζάιμπερτ ξεκαθάρισε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ ήταν απόλυτα σωστή τα προηγούμενα χρόνια και τόνισε ότι αυτή η βασική πεποίθηση εξακολουθεί να ισχύει.
Το ίδιο μήνυμα όσον αφορά στη συμμετοχή του ΔΝΤ έστειλε και ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ. «Η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση, με ιδιαίτερα δύσκολα θέματα και περίπλοκα προβλήματα, τα οποία πάνε πολύ πίσω στον χρόνο», δήλωσε, ενώ σε ό,τι αφορά τον ρόλο του ΔΝΤ στα προγράμματα διάσωσης, σημείωσε ότι η γενική πεποίθηση της γερμανικής κυβέρνησης παραμένει ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι σωστή.
Αναφορικά με την ενδεχόμενη διαπραγμάτευση για τρίτο πακέτο βοήθειας, ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίου επισήμανε ότι υπάρχει από γερμανικής πλευράς η διάθεση για συνομιλίες, υπενθυμίζοντας την φράση της Καγκελαρίου ότι «η πόρτα παραμένει ανοιχτή» και επισήμανε ότι θα πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, «με ηρεμία και σεβασμό στην απόφαση των Ελλήνων πολιτών», αλλά και το εάν θα υπάρξει αίτημα της Ελλάδας. Διευκρίνισε επόσης ότι πλέον δεν βρισκόμαστε στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος, αλλά στη βάση του ESM.