ΔΝΤ: Η συμφωνία απαιτεί δύσκολες αποφάσεις και από τις δύο πλευρές
Σε κείμενο που ανήρτησε το βράδυ της Κυριακής στο blog του, στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ, στέλνει αυστηρό μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση και εξηγεί γιατί - κατά τον ίδιο - είναι απαραίτητη τόσο η αύξηση του ΦΠΑ όσο και οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό.
Παράλληλα, προτρέπει τους Ευρωπαίους να εξετάσουν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και εκφράζει την ελπίδα πως είναι ακόμη εφικτή μία συμφωνία με την Ελλάδα.
Αναλυτικότερα στο άρθρο του ο Ολιβιέ Μπλανσάρ αναφέρει τα εξής:
«Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της – Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ – κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα την περασμένη εβδομάδα. Στον πυρήνα των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ένα απλό ερώτημα: Πόση προσαρμογή οφείλει να κάνει η Ελλάδα και πόση οι πιστωτές της;
Στο πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το 2012 από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της, η απάντηση ήταν: Η Ελλάδα θα δημιουργούσε επαρκές πρωτογενές πλεόνασμα για να περιορίσει το χρέος της. Συμφώνησε επίσης σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Σε αντάλλαγμα, και υπόκειται στην εφαρμογή του προγράμματος από την Ελλάδα, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα παρείχαν την απαιτούμενη χρηματοδότηση και την ελάφρυνση του χρέους εφόσον αυτό ξεπερνούσε το 120% έως το τέλος της δεκαετίας.
Το πρωτογενές πλεόνασμα στο πρόγραμμα θα ήταν 3% το 2015 και 4,5% το επόμενο έτος. Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις έχουν καταστήσει αυτόν τον στόχο ανέφικτο και ο στόχος σαφώς θα πρέπει να μειωθεί. Περιελάμβανε επίσης μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, καθιστώντας τη δημοσιονομική προσαρμογή πιο εύκολη. Αυτές πρέπει επίσης να επανεξεταστούν.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά πόσο πρέπει να μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα; Ένας χαμηλότερος στόχος οδηγεί σε μια λιγότερο επώδυνη δημοσιονομική και οικονομική προσαρμογή για την Ελλάδα. Αλλά οδηγεί επίσης στην ανάγκη για πιο επίσημη εξωτερική χρηματοδότηση, και μια δέσμευση για μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους εκ μέρους των Ευρωπαίων πιστωτών. Ακριβώς όπως υπάρχει ένα όριο στο τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα, υπάρχει ένα όριο στο πόση χρηματοδότηση και ελάφρυνση του χρέους είναι πρόθυμοι και ρεαλιστικά σε θέση να παρέχουν οι πιστωτές, δεδομένου ότι έχουν τους δικούς τους φορολογούμενους να σκεφτούν.
Πώς θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η αρχική δέσμη των μεταρρυθμίσεων; Οι Έλληνες πολίτες, μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας, κατέδειξαν ότι υπήρχαν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που δεν επιθυμούσαν. Πιστεύουμε ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, και ότι χωρίς αυτές, η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να διατηρήσει σταθερή ανάπτυξη, και το βάρος του χρέους θα γίνει ακόμη μεγαλύτερο. Εδώ πάλι, υπάρχει ένας συμβιβασμός: Στο βαθμό που ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων είναι πιο αργός, οι πιστωτές θα πρέπει να παρέχουν μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους. Εδώ πάλι, υπάρχει ένα σαφές όριο όσον αφορά στο τι είναι διατεθειμένοι να κάνουν.
Η προσφορά προς την Ελληνική κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα αντανακλούσε αυτές τις σκέψεις και αυτά τα ανταλλάγματα. Πρότεινε να μειώσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος από 4,5% του ΑΕΠ σε 3,5%, και να δώσουμε στην Ελλάδα δύο χρόνια επιπλέον για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Έτσι ο στόχος για το τρέχον έτος μειώθηκε στο 1% και ζήτησε μια πιο περιορισμένη δέσμη μεταρρυθμίσεων.
Προκειμένου μια συμφωνία προς την κατεύθυνση αυτή να είναι αποτελεσματική και αξιόπιστη, πρέπει ωστόσο να πληρούνται δύο προϋποθέσεις.
Από τη μία πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προσφέρει πραγματικά αξιόπιστα μέτρα για να επιτύχει το χαμηλότερο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος και να αποδείξει τη δέσμευσή της σε αυτήν την περιορισμένη δέσμη μεταρρυθμίσεων. Πιστεύουμε ότι ακόμη και ο χαμηλότερος νέος στόχος δε μπορεί να επιτευχθεί αξιόπιστα, χωρίς μια συνολική μεταρρύθμιση του ΦΠΑ -συμπεριλαμβανομένης μίας διεύρυνσης της βάσης της- και μια περαιτέρω αναπροσαρμογή των συντάξεων. Γιατί η επιμονή στις συντάξεις; Συντάξεις και μισθοί αντιπροσωπεύουν περίπου το 75% των πρωτογενών δαπανών, το υπόλοιπο 25% έχει ήδη κοπεί μέχρι το κόκκαλο. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 16% του ΑΕΠ και η μεταβίβαση από τον προϋπολογισμό στο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι κοντά στο 10% του ΑΕΠ. Πιστεύουμε ότι μια μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 1% του ΑΕΠ (από 16%) είναι απαραίτητη, και ότι αυτό μπορεί να γίνει προστατεύοντας παράλληλα τους χαμηλοσυνταξιούχους. Είμαστε ανοιχτοί σε εναλλακτικούς τρόπους για το σχεδιασμό τόσο του ΦΠΑ όσο και των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά αυτές οι εναλλακτικές λύσεις πρέπει να αθροιστούν και να αποφέρουν την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή.
Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα πρέπει να συμφωνήσουν σε σημαντική πρόσθετη χρηματοδότηση και σε μία ελάφρυνση του χρέους που θα είναι επαρκής για να διατηρηθεί η βιωσιμότητά του. Πιστεύουμε ότι, σύμφωνα με την υπάρχουσα πρόταση, η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μια μακρά αναδιάταξη των πληρωμών του χρέους με χαμηλά επιτόκια. Οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, τώρα ή αργότερα, θα απαιτούσε πιθανότατα, ωστόσο, «κουρέματα».
Αυτές είναι δύσκολες επιλογές και σκληρές δεσμεύσεις που πρέπει να γίνουν και από τις δύο πλευρές. Ελπίζουμε ότι η συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί ακολουθώντας αυτές τις γραμμές.»