Ξεπερνάει τα 7,5 δισ. ευρώ το διακύβευμα για την Ελλάδα
Δημοσίευση: 01 Απριλίου 2014 19:38Ο αντίκτυπος ενός εμπορικού πολέμου ΕΕ-Ρωσίας στην ελληνική οικονομία
Οι συνέπειες ενός ενδεχόμενου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στην Ουκρανία, για την ελληνική οικονομία, απασχόλησαν ευρεία σύσκεψη που συγκάλεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών ο Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας, Παναγιώτης Μίχαλος, στην οποία συμμετείχε η Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδη.
Η Πρόεδρος του ΠΣΕ χαιρέτισε την «έγκαιρη και έγκυρη παρέμβαση του Υπουργείου Εξωτερικών και ειδικά την πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα να συζητηθούν διεξοδικά οι συνθήκες που διαμορφώνονται στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας και επηρεάζουν συνολικά την ελληνική οικονομία, από όλους τους μετέχοντες στην αλυσίδα της Εξωστρέφειας, παραγωγούς, εξαγωγείς, μεταφορείς, εκπροσώπους του τουρισμού».
Η κ. Σακελλαρίδη τόνισε ότι «η Ρωσία αποτελεί τον υπ’ αριθμόν 1 προμηθευτή της Ελλάδας και την 20η καλύτερη αγορά παγκοσμίως για τα ελληνικά προϊόντα. Οι εκτιμώμενες συνέπειες από την απορρύθμιση των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας θέτουν υπό αμφισβήτηση την πορεία ενίσχυσης της εξωστρέφειας της χώρας, απειλούν βασικούς παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενδυναμώνουν τάσεις ενίσχυσης του παραγωγικού και ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα και συνολικά δυναμιτίζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».
«Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η συγκυρία της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ στην παρούσα φάση. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη τήρησης των ισορροπιών εντός της Ένωσης, εκ μέρους των Ελλήνων Εξαγωγέων εκτιμούμε ότι η χώρα μας πρέπει να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα προστασίας των εθνικών της συμφερόντων και να αναλάβει πρωτοβουλίες άμεσης επίλυσης της κρίσης αποτρέποντας έναν «εμπορικό πόλεμο» ΕΕ-Ρωσίας, που θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και επίτευξης του στόχου που προσφάτως έθεσε ο Πρωθυπουργός της χώρας, Κύριος Αντώνης Σαμαράς, για σχηματισμό του 50% του ΑΕΠ, μέσα από εξωστρεφείς δραστηριότητες (εξαγωγές, τουρισμός, μεταφορές, ναυτιλία). Σε έναν τέτοιο «εμπορικό πόλεμο», η ελληνική οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να αποτελέσει παράπλευρη απώλεια», πρόσθεσε.
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, σε Υπόμνημα που υπέβαλλε στο Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας, του Υπουργείου Εξωτερικών, επεσήμανε την ανάγκη εφαρμογής και εναλλακτικού σχεδίου δράσης με διμερείς συμφωνίες μεταξύ χωρών που διατηρούν ειδικούς εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, όπως η Σερβία και η Μολδαβία.
Οι επιπτώσεις της κρίσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, οι πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία αθροίζονται σε πολλά δις ευρώ, επηρεάζοντας σημαντικά πολλούς κλάδους παραγωγής προϊόντων, αλλά και τον τριτογενή τομέα, ειδικά τον τουρισμό και τις μεταφορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το διμερές εμπόριο Ελλάδας-Ρωσίας αντιστοιχεί σε περισσότερα από 6,5 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ για το 2014 αναμένονταν συνολικά 1,2 εκατ. Ρώσοι τουρίστες, με τη μέση κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη, την περυσινή χρονιά να διαμορφώνεται στα 800 ευρώ. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα εισάγει από τη Ρωσία αργό πετρέλαιο, πετρελαιοειδή και φυσικό αέριο, αξίας περίπου 5 δισ. ευρώ το χρόνο. Συνολικά, δηλαδή, αμέσως ή εμμέσως προκύπτει ως διακύβευμα ένα ποσό της τάξης των 7,5 δισ. ευρώ περίπου, ήτοι το 4% του ΑΕΠ της χώρας.
Συγκεκριμένα, το 41% (περίπου 200 εκατ. Ευρώ ετησίως) των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία αφορά αγροτικά προϊόντα . Η Ρωσία -και η Ουκρανία- απορροφούν το 18% των συνολικών εξαγωγών οπωροκηπευτικών, το 50% των εξαγωγών φράουλας και σχεδόν το 25% των εξαγωγικών ροδάκινου (νωπό και κομπόστα).
Όπως ανέφερε η Πρόεδρος του ΠΣΕ «διαχρονικά η Ρωσία σε περιόδους εμπορικών διενέξεων με την ΕΕ δυσχεραίνει σημαντικά τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από τα κράτη-μέλη και ήδη υπάρχουν πληροφορίες για προειδοποιητικές απορρίψεις φορτίων φράουλας από τη χώρα μας. Σε περίπτωση μακρόχρονης εμπορικής διένεξης μεταξύ ΕΕ-Ρωσίας, τα εμπόδια στις εξαγωγές των εν λόγω προϊόντων ενδέχεται να οδηγήσει ακόμη και σε εγκατάλειψη της παραγωγής τους, με ανυπολόγιστες συνέπειες στον παραγωγικό ιστό της χώρας, καθώς τα εν λόγω μερίδια της ρωσικής αγοράς, δεν μπορούν να υποκατασταθούν από άλλες χώρες».
Από την ανάλυση του ΠΣΕ, σημαντικά προβλήματα αναμένεται να προκύψουν και στις εξαγωγές προϊόντων γούνας, που αντιστοιχούν στο 23% των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας προς τη Ρωσία, ήτοι περισσότερων των 110 εκατ. ευρώ ετησίως, οι οποίες και συντηρούν ουσιαστικά έναν ολόκληρο κλάδο παραγωγής.
Τουρισμός και Μεταφορές
Στην παρέμβασή της η κυρία Σακελλαρίδη τόνισε επίσης ότι «στο πνεύμα στήριξης της συνολικής εξωστρέφειας της Ελληνικής Οικονομίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι συνέπειες και στη ροή τουριστών από τη Ρωσία, η ανοδική τάση της οποίας συντήρησε την τελευταία διετία τις θετικές προσδοκίες στον κλάδο του Τουρισμού».
Αντίστοιχες αρνητικές συνέπειες αναμένεται να προκύψουν και στο μέτωπο των μεταφορών, καθώς η Ρωσία ήδη προ τις κρίσης, σχεδίαζε την καθιέρωση αναθεώρησης του καθεστώτος γύρω από τις διεθνείς μεταφορές (TIR). Με την επιβολή κυρώσεων εκτιμάται ότι θα τηρηθεί ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στους μεταφορείς που προέρχονται από κράτη-μέλη, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος μεταφοράς των προϊόντων προς και από τη Ρωσική αγορά.
Εκτίναξη κόστους παραγωγής-ενέργειας
Σημαντικός παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αυτός της ενδεχόμενης εκτίναξης του κόστους παραγωγής. Η Ρωσία αποτέλεσε τη διέξοδο της Ελλάδας στην προμήθεια αργού πετρελαίου, μετά τις εμπορικές κυρώσεις στο Ιράν, ενώ αποτελεί και βασικό προμηθευτή της χώρας μας σε Φυσικό Αέριο. Ποσοστό άνω του 90% των συνολικών εισαγωγών από τη Ρωσία αφορά προϊόντα των κλάδων της ενέργειας, με αποτέλεσμα πιθανές κυρώσεις να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα στην προμήθεια πρώτης ύλης προϊόντων διύλισης πετρελαίου καθώς και στο φυσικό αέριο, με ότι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση του ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα.
Παράλληλα, πιθανός περιορισμός εξαγωγών από τη Ρωσία ειδικά δημητριακών και πρώτων υλών, θα εκτίνασσε το κόστος παραγωγής τροφίμων στην Ελλάδα, καθιστώντας τα λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς, αλλά και ακριβότερα για τους Έλληνες καταναλωτές, σε μία ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.