Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων
Δημοσίευση: 13 Φεβρουαρίου 2014 08:15Ηλεκτρονικό «φακέλωμα» στους φορολογούμενους
Τα στοιχεία των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών με κίνηση άνω των 50.000 ευρώ σε ετήσια βάση και επενδυτικών λογαριασμών με κίνηση άνω των 100.000 ευρώ, όπως και κάθε δαπάνη των καταναλωτών σε ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιωτικά θεραπευτήρια και Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, θα πρέπει να αποσταλούν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων κατά περίπτωση από τον Φεβρουάριο έως και την 31 Μαρτίου.
Πρόκειται για στοιχεία που υποχρεούνται να αποστείλουν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και θεραπευτήρια, ΔΕΚΟ και άλλοι φορείς προκειμένου να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της πολιτικής διασταυρώσεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Τα στοιχεία που πρέπει να αποσταλούν περιγράφονται αναλυτικά σε απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Χάρη Θεοχάρη που απεστάλη στους αρμόδιους φορείς.
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, θέλει να μαθαίνει όλες τις ηλεκτρονικές συναλλαγές των φορολογούμενων σε πραγματικό χρόνο, ώστε να είναι εύκολη η διασταύρωση των οικονομικών στοιχείων, και να πιάσουν τους φοροφυγάδες.
Με βάση την απόφαση, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει, κυρίως στις τράπεζες, οι οποίες αφού κάνουν φύλλο και φτερό τις κινήσεις λογαριασμών, τους τόκους καταθέσεων, τις συναλλαγές με κάρτες θα πρέπει να ενημερώνουν το ΚΕΠΥΟ, αρχής γενομένης από φέτος, όπου τα στοιχεία θα πρέπει να έχουν αποσταλεί έως τις 28 Φεβρουαρίου.
Χρήσιμα για το υπουργείο Οικονομικών αναμένονται και τα στοιχεία από τις δαπάνες για ηλεκτρικό ρεύμα και ύδρευση, καθώς θα διασταυρωθούν με τα στοιχεία ακινήτων που εμφανίζονται «κενά», προκειμένου να εντοπίζονται τα αδήλωτα εισοδήματα από ενοίκια.
Επίσης, με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να δίνουν στοιχεία εταιρίες ιδιωτικής ασφάλισης, ιδιωτικά θεραπευτήρια, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, εταιρίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας.
Το υπουργείο Οικονομικών, θα κρατά τα ηλεκτρονικά αρχεία για έξι χρόνια και είναι προφανές ότι θα χρησιμοποιηθούν και κατά την εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, όπου συγκρίνονται δαπάνες και έσοδα των φορολογούμενων.